MY KTEO

Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

2-3 φόροι τον χρόνο θα μειώνονται ή θα καταργούνται


Δύο με τρεις φόροι θα μειώνονται ή θα καταργούνται κάθε χρόνο, από το 2022 μέχρι και το 2024! Αυτό είναι το σχέδιο που προχωρά η κυβέρνηση και απέφυγε να συμπεριλάβει το υπουργείο Οικονομικών στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα λόγω των περιορισμών που επιβάλλονται σε όλη την Ευρώπη σχετικά με τα μέτρα ελάφρυνσης.

Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν παγώσει και για φέτος τους στόχους του Συμφώνου Σταθερότητας δίνοντας και στην Ελλάδα την αναγκαία δημοσιονομική χαλαρότητα για να προχωρήσει σε μέτρα και ελαφρύνσεις, αρκεί τα μέτρα αυτά να έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Το 2022, όμως, θα ξεκινήσει και πάλι σε ευρωπαϊκό επίπεδο η συζήτηση για την επαναφορά των δημοσιονομικών στόχων και κανόνων. Ωστόσο ο Ελληνας υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας θα μπει σε αυτή τη συζήτηση από την πλεονεκτική θέση της χώρας που ετοιμάζεται να βγει από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας.

Ηδη λοιπόν το υπουργείο Οικονομικών έχει ξεκινήσει να καταρτίζει τον οδικό χάρτη των φοροελαφρύνσεων με την εξής λογική: οι φόροι θα μειώνονται προσωρινά τον έναν χρόνο και θα καταργούνται τον επόμενο, όταν θα επαναπροσδιορίζονται οι ευρωπαϊκοί κανόνες και η Ελλάδα θα έχει πάλι στα χέρια της το τιμόνι της οικονομίας.

Οπως εξηγούν στο υπουργείο Οικονομικών, φεύγοντας η Ελλάδα από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και εφόσον έχουν ανασταλεί οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, η κυβέρνηση θα δεσμεύεται μόνο από τους κανόνες του ευρωπαϊκού εξαμήνου. Με βάση αυτούς, θα πρέπει να επιτυγχάνει τον λεγόμενο μεσοπρόθεσμο στόχο (medium term objective) που προκύπτει βάσει του ρυθμού ανάπτυξής της, του παραγωγικού κενού της και του χρέους της. Με τα σημερινά δεδομένα ο μεσοπρόθεσμος στόχος είναι περίπου το 2,2% του ΑΕΠ. Ετσι, δημιουργείται ο δημοσιονομικός χώρος 1,3% του ΑΕΠ μεταξύ του μεσοπρόθεσμου στόχου 2,2% του ΑΕΠ και του προβλεπόμενου το 2025 πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.

Ολα αυτά βεβαίως μπορεί να αλλάξουν ανάλογα με την έκβαση της διαπραγμάτευσης για τους νέους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας που θα διεξαχθεί τους προσεχείς μήνες. Στο τραπέζι αναμένεται να βρεθούν το ύψος αναφοράς του δημοσίου χρέους (σήμερα 60% του ΑΕΠ), ο ρυθμός μείωσής του (σήμερα πρέπει να μειώνεται κάθε χρόνο κατά το 1/20ό της διαφοράς από την τιμή αναφοράς) και η πιθανή εξαίρεση δαπανών (π.χ. επενδυτικών) προκειμένου να τονωθεί η ανάπτυξη.

Για το 2022 σχεδιάζονται τα εξής:
■ Αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης για μισθωτούς ιδιωτικού τομέα, εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, ενοίκια, τόκους και μερίσματα. Από το μέτρο ωφελούνται κυρίως τα μεσαία εισοδήματα, ενώ το κόστος για τον Προϋπολογισμό ανέρχεται στα περίπου 800 εκατ. ευρώ.

■ Διατήρηση της μείωσης των εισφορών κατά 3 μονάδες και μείωση μισής ποσοστιαίας μονάδας για τις εισφορές της επικουρικής ασφάλισης. To κόστος για τον Προϋπολογισμό θα ανέλθει στα 800 εκατ. ευρώ.

■ Μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 8% με εφαρμογή των νέων αντικειμενικών αξιών, εφόσον υπάρχει επαρκής δημοσιονομικός χώρος μετά από την προσαρμογή του φόρου ακινήτων στις νέες αντικειμενικές αξίες.

■ Περαιτέρω μείωση του συντελεστή φορολόγησης των εταιρικών κερδών από το 22% στο 20%. Σημειώνεται ότι τα φετινά κέρδη των επιχειρήσεων θα φορολογηθούν με συντελεστή 22% από 24%.

■ Μείωση προκαταβολής φόρου στο 80% για τις επιχειρήσεις και στο 55% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.

Για το 2023 σχεδιάζονται τα εξής:
■ Πλήρης κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης τόσο για τον ιδιωτικό όσο και τον δημόσιο τομέα και συνταξιούχους. Το κόστος για το 2023 υπολογίζεται σε περίπου 1,2 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι η εισφορά αλληλεγγύης καθιερώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011 στα εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ των φυσικών προσώπων και η οποία θα έπρεπε να είχε καταργηθεί στα τέλη του 2014. Συνολικά τα φυσικά πρόσωπα καταβάλλουν περί το 1,2 δισ. ευρώ ετησίως, ποσό το οποίο τα προηγούμενα χρόνια (για παράδειγμα το 2014) ξεπερνούσε το 1,5 δισ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να ανακουφίσει κυρίως τη μεσαία τάξη, η οποία τα προηγούμενα χρόνια σήκωσε το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής.

■ Περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,60 ποσοστιαίες μονάδες.

■ Μείωση κατά 50% του τέλους επιτηδεύματος. Αυτό σημαίνει ότι το τέλος επιτηδεύματος, από 650 ευρώ, θα μειωθεί στα 325 ευρώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες και στα 500 ευρώ για τις επιχειρήσεις. Υπενθυμίζεται ότι το τέλος επιτηδεύματος εφαρμόστηκε το 2011 μαζί με την έκτακτη εισφορά. Λόγω αδυναμίας περιορισμού της φοροδιαφυγής κυρίως στους ελεύθερους επαγγελματίες, η τότε κυβέρνηση επέβαλε οριζόντιο τέλος σε επιτηδευματίες (φυσικά και νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες) και ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα. Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, τα έσοδα από το τέλος επιτηδεύματος ανήλθαν το 2020 σε 480 εκατ. ευρώ και αυτά αντλούνται από περίπου 611.000 ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα ανεξαρτήτως αν το εισόδημά τους είναι μικρό, μεσαίο ή μεγάλο.

Το τέλος θα διαμορφωθεί ως εξής:
■ Από 800 ευρώ ετησίως για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους σε 400 ευρώ.

■ Από 1.000 ευρώ ετησίως για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους σε 500 ευρώ.

■ Από 650 ευρώ ετησίως για ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες σε 325 ευρώ.

■ Από 600 ευρώ ετησίως για κάθε υποκατάστημα σε 300 ευρώ.

■ Μείωση συντελεστή φορολογίας για τις επιχειρήσεις στο 20% από 24% που είναι σήμερα. Σημε ιώνεται ότι το 2019 ο συντελεστής μειώθηκε από το 28% στο 24% με στόχο να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επίσης, ότι σχεδόν παντού στην Ευρώπη καταγράφεται μείωση των επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων

Καλώς εχόντων των πραγμάτων, για το 2024 προετοιμάζονται τα εξής:
■ Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.

■ Καθιέρωση δύο βασικών συντελεστών ΦΠΑ 11% και 22%, από 13% και 24% σήμερα, με διατήρηση του υπερμειωμένου συντελεστή ΦΠΑ στο 6%.