MY KTEO

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2021

Τηλεόραση: Γιατί ο Καπουτζίδης «πετσόκοψε» τον Μουτσινά


Ο Νίκος Μουτσινάς έχει εδραιώσει την τηλεοπτική καριέρα του στο σχόλιο, στην αποδόμηση, στον εντοπισμό εκείνων των τηλεοπτικών στιγμών που στην καθημερινή ζωή θα χαρακτηρίζαμε άβολες ή αμήχανες, τις οποίες σατιρίζει κερδίζοντας τον επιούσιο και διευρύνοντας παράλληλα το κοινό του, ένα πιθανότατα ανομοιογενές πλήθος με ψυχολογία όχλου που προφανώς νιώθει να βρίσκει μιλιά μέσω του στόματος του τηλεπαρουσιαστή.

Έχει δημιουργήσει μια βαλκανική βιοτεχνία παραγωγής γέλιου, ενίοτε προκαλώντας το πηγαία και άλλες φορές εκβιάζοντάς το με μανιέρες ή αστεϊσμούς που αναδίδουν οσμή ναφθαλίνης. Αποφεύγει να μιλά για την προσωπική ζωή του, δεν είχε κανένα σχόλιο να κάνει για το χιλιοτραγουδισμένο φημολογούμενο σύμφωνο συμβίωσής του με τη Μαίρη Συνατσάκη και ως επί το πλείστον δεν συνηθίζει να μεταμφιέζει την επιδραστικότητά του σε κοινωνική παρεμβατικότητα.

Ο Γιώργος Καπουτζίδης, από την άλλη, ένας δημιουργός στις σειρές του οποίου έχουν αναπαραχθεί στερεότυπα και κλισέ (όπως λόγου χάρη η αφελής, πλούσια Ντάλια ή η ναΐφ, επαρχιώτισσα, άγουστη Ζουμπουλία), τα τελευταία χρόνια τόσο μέσω της δημιουργίας του όσο και με όχημα τον δημόσιο λόγο του προωθεί τα αυτονόητα για εκείνον, τα οποία είναι παρεμπιπτόντως και αιτούμενα της εποχής: η διαφορετικότητα, η συμπερίληψη και η αυτοδιάθεση. Αν έβαζε κανείς δύο φωτογραφίες τους πλάι-πλάι, θα μπορούσε να έχει ένα κολάζ με το «πριν» και το «μετά» της κοινωνίας. Οσο για το τώρα; Αυτό μάλλον αποκρυσταλλώνεται περίφημα στη μεταξύ τους ρήξη.

«Κοροϊδεύω για να γελάσουμε»
Αν κανείς μείνει στην επιφάνεια του πρόσφατου εγχώριου -gate που αναλύθηκε (στο πόδι) σε βαθμό που θα ζήλευε ακόμα και μηρυκαστικό, ο Γιώργος Καπουτζίδης έχει όλο το δίκιο με το μέρος του. Ως σύγχρονος αυτόκλητος (αλλά με λόγο) θεματοφύλακας της πολιτικής ορθότητας, ο Σερραίος δημιουργός αποφάσισε να ψέξει τον Μουτσινά για τα εργαλεία που απεργάζεται ως τηλεπαρουσιαστής μέσω συνέντευξής του στο site Popaganda.

Δεν τον κατονόμασε αλλά τον περιέγραψε μέχρι κεραίας, μιλώντας για τον τρόπο που οι άνθρωποι διδασκόμαστε να περιγελάμε τους άλλους: «Η κουλτούρα του “κοροϊδεύω κάποιον για να γελάσουμε” είναι μία κουλτούρα που υπάρχει στην Ελλάδα εξαιρετικά έντονα. Και δεν διαμαρτύρεται σχεδόν κανείς γι’ αυτό. Υπάρχει άνθρωπος που έχει κάνει καριέρα στην τηλεόραση με το να δείχνει παρουσιαστές από τοπικά κανάλια για να τους κοροϊδέψει για το πώς έχουν ντυθεί και ξεκαρδίζεται παρέα με το κοινό του. Αυτή η εικόνα για μένα είναι άγρια, αποτρόπαια και σχεδόν κανιβαλιστική. Αυτή είναι η κουλτούρα του “κοροϊδεύω τον άλλον για να γελάσουμε, δείχνω αυτόν με το δάχτυλο για να γελάσουμε”».

Η Ζέτα της Εριδος
Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με τον Καπουτζίδη; Πιθανότατα κανείς ή έστω ελάχιστοι. Ποιος όμως αν δεν επικρεμόταν πάνω από το κεφάλι του η δαμόκλειος σπάθη της πολιτικής ορθότητας θα διαφωνούσε πως μάλλον δεν είναι διόλου πολιτικώς ορθό, ευπρεπές και κόσμιο να κρίνεις τον άλλο για τον τρόπο που έχει επιλέξει να βγάζει το ψωμί του; Αυτό κι αν είναι κανιβαλιστικό - ειδικά αν συμφωνήσουμε πως η εργασία κάποιου δεν είναι σώνει και ντε ακτινογραφία του χαρακτήρα, των πεποιθήσεων και των αντιλήψεών του.

Παρεμπιπτόντως, η συνέντευξη του Γιώργου Καπουτζίδη είχε τον τίτλο «Κάθε άνθρωπος πρέπει να είναι όπως θέλει να είναι, δεν είμαι εγώ αυτός που θα πει τι είναι κανονικό». Ακούγεται σχεδόν ως τραγική ειρωνεία. Βεβαίως, δεν φταίει ο Καπουτζίδης για τον τρόπο που μπορεί να παρερμηνεύσει κάποιος τη διατύπωσή του. Αλλά το δυσδιάκριτο όριο μεταξύ του πολιτικώς ορθού και μη ορθού που ώρες-ώρες μοιάζει με τη γυάλινη γέφυρα σε μία από τις δοκιμασίες του εσχάτως viral «Squid Game». Μπορεί να σε σηκώσει, αλλά μπορεί να σε ρίξει και στα Τάρταρα. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή είναι δική σου.

Στην πραγματικότητα, το beef ανάμεσα στον Καπουτζίδη και τον Μουτσινά, το οποίο ο πρώτος προσπάθησε να αποπροσωποποιήσει με δημοσίευσή του στο Instagram, ίσως είναι πολύ ρηχότερο απ’ όσο εικάζει κανείς και τα ελατήριά του πολύ ταπεινότερα. Ο Καπουτζίδης προέτρεψε το κοινό να κατανοήσει το πνεύμα και όχι να αναμασά το γράμμα όσων είπε: «Οπως δεν επιτρέπεται στον Ξιαρχο να κάνει πλάκα με το ρούχο του άλλου, να μην επιτρέπεται ούτε στον Καπουτζιδη, ούτε στο Μουτσινά ούτε σε κανέναν μας. Αυτό λέω.

Ας αναγνωρίσει ο καθένας μας τα λάθη του παρελθόντος του, ας τα διορθώσει», έγραψε μεταξύ άλλων - αλλά ίσως προσπάθησε ταυτόχρονα να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Αλλωστε από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ανάμεσα στον ίδιο και τον Νίκο Μουτσινά έχει εγκαθιδρυθεί ένα μάλλον ψυχροπολεμικό κλίμα με κατά καιρούς εντάσεις, σπόντες και καρφιά, όμως ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχαν φτάσει στα πρόθυρα της ανοιχτής σύρραξης, πράγμα που μάλλον, προσώρας τουλάχιστον, αποσοβήθηκε ξανά.

Σε κάθε περίπτωση, αν κάποια ενσαρκώνει περίφημα την «ωραία Ελένη» στη μεταξύ τους διένεξη, αυτή δεν είναι άλλη από τη Ζέτα Μακρυπούλια. Ότι η Μακρυπούλια αναδείχτηκε και τουλάχιστον στο σινάφι των ηθοποιών νομιμοποιήθηκε ως συνάδελφός τους μέσω της συνεργασίας της με τον Γιώργο Καπουτζίδη στη σειρά «Στο Παρά Πέντε» είναι τόσο γνωστό όσο ας πούμε ότι η Γη περιστρέφεται γύρω από τον νοητό άξονά της. Πολλοί χρησιμοποιούν ακόμα πιο πομπώδεις εκφράσεις, όπως λόγου χάρη ότι η Μακρυπούλια χρωστά το υποκριτικό ξεπέταγμά της στον Καπουτζίδη. Ας μην είμαστε όμως αφελείς. Κανείς δεν οφείλει σε κανέναν τίποτα - ειδικά στις επαγγελματικές σχέσεις, όπου ο υπ’ αριθμόν ένα κανόνας είναι το δούναι και λαβείν.

Οι ίδιοι παραδέχονταν σε παλαιότερες συνεντεύξεις τους ότι για περίπου μία τετραετία, τότε που ο Καπουτζίδης εγκαθίστατο στο συλλογικό τηλεοπτικό ασυνείδητο ως ευφυής, επιτυχημένος και περιζήτητος δημιουργός και η Μακρυπούλια στον ρόλο της Αμαλίας στη σειρά «Στο Παρά Πέντε» -ένας χαρακτήρας η ζωή του οποίου λέγεται πως επιμηκύνθηκε για χάρη της- αποκτούσε τον επαγγελματικό προσδιορισμό της ηθοποιού, έζησαν σαν αδέλφια.

Αυτό βέβαια δεν λέει πολλά, αν λάβει κανείς υπόψη του τι συνέβη στην περίπτωση του Κάιν και του Αβελ, που δεν καμώθηκαν απλώς, αλλά ήταν βιολογικά αδέλφια. Τι πήγε λοιπόν τόσο λάθος ώστε τον παλιό καλό καιρό που η Μακρυπούλια παραχωρούσε ακόμα συνεντεύξεις θυμόταν να συμπεριλάβει στον στενό φιλικό κύκλο της τον Νίκο Μουτσινά, τον Θανάση Αλευρά, τον Γιώργο Δάσκαλο, τη φωτογράφο Ρούλα Ρέβη και την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, αλλά όχι το αλλοτινό alter ego της;

Μολονότι εκείνη εμφανίζεται πάντα ευγνωμονούσα απέναντι στον Καπουτζίδη για την ευκαιρία που της πρόσφερε και την πόρτα που της άνοιξε, η σχέση τους όχι απλώς κλυδωνίστηκε, αλλά κλονίστηκε. Πολλοί ήταν οι παράγοντες που έπαιξαν ρόλο. Η στενή φιλία της Μακρυπούλια με την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, η οποία αμέσως μετά το «Παρά Πέντε» αποφάσισε «να σπάσει τον κυνόδοντά της», να αρνηθεί πρόταση του Καπουτζίδη να συνεργαστούν ξανά και να συμμετέχει μάλλον με κεκτημένη ταχύτητα σε άλλη τηλεοπτική σειρά, φαίνεται πως έπαιξε τον ρόλο της.

Μολονότι οι σχέσεις τους πλέον έχουν αποκατασταθεί, ο δημιουργός στο μεσοδιάστημα είχε μιλήσει πολλές φορές για ανθρώπους που ευεργετήθηκαν από εκείνον και ανταπέδωσαν με αγνωμοσύνη.

Αυτός ή ο άλλος;
Η σχέση της Μακρυπούλια με τον Μιχάλη Χατζηγιάννη φαίνεται πως ήταν μία ακόμα αφορμή για να απομακρυνθούν από την καθημερινή τριβή, ωστόσο το πιο κομβικό σημείο απ’ όλα ήταν η συνεργασία της ηθοποιού με τον Μουτσινά στη θεατρική παράσταση «Τα Βαφτίσια». Οι δυο τους ξεκίνησαν να σφυρηλατούν μια φιλία που λειτούργησε εν πολλοίς ως αντίπαλον δέος στη σχέση της με τον Καπουτζίδη.

Η Μακρυπούλια βρέθηκε ανάμεσα σε δύο κόσμους και τις φορές που κλήθηκε να πάρει θέση η προσωπική πλάστιγγά της έγειρε υπέρ του καινούριου φίλου και συνεργάτη της. Θρυλείται ότι πολλές φορές εκείνη βρέθηκε στη σίγουρα όχι ευχάριστη θέση να ζητά από τον Καπουτζίδη να αμβλύνει τον δημόσιο λόγο του, όταν αναφερόταν στην αλήστου μνήμης πια εκπομπή «Δέστε τους», στον σχολιασμό του Νίκου Μουτσινά για τον οποίο από τότε είχε διατυπώσει τις ενστάσεις του, και στην τηλεοπτική παρουσία της έτερης αλλοτινής αυτοκόλλητης φίλης του Μαρίας Ηλιάκη.

Η Μακρυπούλια είχε ξεκάθαρα κάνει την επιλογή της, την οποία στηρίζει και απολαμβάνει ακόμα - αδιάψευστος μάρτυρας είναι οι κοινές διακοπές τους το καλοκαίρι που μας πέρασε με τον Μουτσινά στη Σαμοθράκη. «Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό το καλοκαίρι, για όλα τα καλοκαίρια, τους χειμώνες, το μοίρασμα, τις κουβέντες, τα ταξίδια, τη φιλία, τα γέλια, τις αναζητήσεις, τις εμπειρίες ! Γι’ αυτά και άλλα τόσα που θα έρθουν!» έγραψε μέσω Instagram στον φίλο της ανήμερα των γενεθλίων του.

Πολιτική ορθότητα
Μπορεί η διαμάχη ανάμεσα στον Καπουτζίδη και τον Μουτσινά να τροφοδοτείται από προσωπικά κίνητρα, συναισθήματα και γεγονότα περασμένα αλλά καταφανώς όχι ξεχασμένα, όμως ο ακήρυχτος πόλεμος ανάμεσα στα στρατόπεδα των δύο ομότεχνων -είναι αμφότεροι ηθοποιοί, μην το ξεχνάμε- δοκιμάζει τα όρια εκείνου που τα τελευταία χρόνια μαθαίνουμε να εννοούμε ως πολιτική ορθότητα, γύρω από την οποία έχει εξαπλωθεί μια παγκόσμια αμφιθυμία - κυρίως για το εάν είναι ελαστική σαν κολάν γυμναστικής ή στιβαρή σαν τις πλάκες πάνω στις οποίες με θεϊκή υπαγόρευση ο Μωυσής χάραξε τις δέκα εντολές. Γέννησε ακόμα ένα πλήθος ερωτημάτων.

Είμαστε ένα βήμα πριν η αυτολογοκρισία ακρωτηριάσει την ελευθερία του λόγου; Με τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να γελάμε; Τι μπορούμε να σχολιάζουμε και τι όχι; Τι δικαιούμαστε να λογίζουμε ως αστείο και τι όχι; Ποιο είναι το αόρατο όριο μεταξύ της κριτικής και της προσβολής και κυρίως ποιος το ορίζει; Ο Μουτσινάς ή ο Καπουτζίδης; Μπίνγκο! Κανένας από τους δύο.

Παρότι η πολιτική ορθότητα ξεκίνησε να απασχολεί τη δημόσια σφαίρα από τη δεκαετία του ’90 και σήμερα ζούμε την αποκορύφωση του σχετικού debate, προφανώς ενυπάρχει σε κάθε εποχή και κάθε κοινωνία -είτε μπορούσε να την ονοματίσει είτε όχι- την έχει ερμηνεύσει με τα μέσα και τα εργαλεία της.

Το 2021 πάντως έχει να κάνει με τον λόγο και πώς αυτός δεν μπορεί να είναι προσβλητικός ή κακοποιητικός κυρίως σχετικά με θέματα φύλου, φυλής και σεξουαλικής ταυτότητας. Αυτονόητο; Οχι για όλους, όπως για παράδειγμα ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ που δήλωσε στη διάρκεια της τελευταίας αποτυχημένης προεκλογικής εκστρατείας του πως δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με την πολιτική ορθότητα - και κυρίως το απέδειξε επιστρατεύοντας όσο απόθεμα απρέπειας του είχε απομείνει.

Ο τραμπισμός, σκληροπυρηνικά πολιτικώς μη ορθός, εξηγεί εν πολλοίς και την πόλωση στην πλευρά των υπέρμαχων της πολιτικής ορθότητας, εκείνων που θεωρούν ότι δεν έχουν καμία θέση στη διδασκαλία ο Ομηρος ή ο Φιτζέραλντ και προκρίνουν -μια που έρχονται Χριστούγεννα- την ουδέτερη ευχή «Happy Holidays» έναντι του θρησκευτικά φορτισμένου «Merry Christmas».

Δεν πρόκειται βέβαια απλώς για το θεαθήναι, να λάβει κανείς υπόψη ότι οι μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες και οι τεχνολογικοί κολοσσοί που διαφεντεύουν τον κόσμο, όπως η Microsoft, εκπαιδεύουν τους εργαζομένους τους μέσω επιμορφωτικών προγραμμάτων για τον τρόπο που θα υπερβούν την ασυνείδητη προκατάληψη στη λήψη αποφάσεων, καλλιεργώντας μια νέα εργασιακή κουλτούρα και θέτοντας μάλιστα την πολιτική ορθότητα ως μια νέα νευραλγικής σημασίας αξιολογήσιμη δεξιότητα.

Η πολιτική ορθότητα, όσο υπερβολική κι αν φαίνεται σε κάποιους που έσπευσαν στα καθ’ ημάς να βρουν τη συλλογιστική του Καπουτζίδη «υπερορθόδοξη», είναι ένα επώδυνο αλλά μάλλον απαραίτητο στάδιο μέχρι να φτάσει κανείς στο ξερίζωμα των στερεοτύπων και των πεποιθήσεων. Είναι κι ένας πρώτης τάξεως τρόπος να ξεκουράσει κανείς το δάχτυλο του χεριού με το οποίο -έμαθε ή του έμαθαν να- δείχνει οτιδήποτε αταίριαστο με τον μέσο όρο.


Protothema.gr