MY KTEO

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

Διπλή αύξηση κατώτατου μισθού αλλά ως αναπτυξιακό μέρισμα


Tη χρυσή τομή, ανάμεσα στην ενίσχυση του εισοδήματος περίπου 700.000 εργαζομένων και την αποφυγή της περαιτέρω πίεσης στις επιχειρήσεις, θα αναζητήσει τους επόμενους μήνες η κυβέρνηση, έχοντας ως στόχο μια δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού εντός του 2022.

Εδώ κι εβδομάδες, ειδικά μετά την αναθεώρηση των προβλέψεων για τους ρυθμούς ανάπτυξης, επισήμως κι ανεπισήμως η κυβέρνηση δια των συναρμόδιων υπουργών ουσιαστικά επιβεβαιώνει ότι πέρα από την αποφασισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από την Πρωτοχρονιά, η θεσμοθετημένη διαδικασία εντός του 2022 μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση. Δια στόματος Πρωθυπουργού, η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει, ωστόσο η πορεία ως τον Ιούλιο της επόμενης χρονιάς δεν θα είναι ανέφελη και στρωμένη με ροδοπέταλα.

Μετά από μια χρονιά, που μπορεί να κλείσει με ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 7% κι εν όψει της νέας χρονιάς, που μπορεί να «τρέξει» γύρω στο 5%, είναι προφανές ότι η έννοια του «μερίσματος ανάπτυξης» είναι πιο έντονη από ποτέ. Με δεδομένο, δε, ότι αφενός έχει προηγηθεί η πολύ δύσκολη περίοδος της πανδημίας, όπου χιλιάδες εργαζόμενοι αποδέχθηκαν μείωση εισοδήματος για να διασώσουν τις θέσεις εργασίας τους, αφετέρου βρισκόμαστε σε δίνη ανατιμήσεων στο σκληρό πυρήνα του οικογενειακού προϋπολογισμού, δηλαδή στη στέγαση και τη διατροφή, η προοπτική της διπλής αύξησης του κατώτατου μισθού από το καλοκαίρι του 2022, όταν δηλαδή θα έχει ομαλοποιηθεί η κατάσταση, φαντάζει ως αυτονόητη.

Από την άλλη, η κυβέρνηση δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι οι μικρές επιχειρήσεις, που αποτελούν πάνω από το 90% της παραγωγικής βάσης, βρέθηκαν αντιμέτωπες με πρωτόγνωρες αυξήσεις σε πρώτες ύλες και κόστος παραγωγής, πριν καλά- καλά συνέλθουν από το σοκ της πανδημίας, ενώ στον τομέα των υπηρεσιών π.χ. στην εστίαση, οι αναταράξεις συνεχίζονται.

Καλώς εχόντων των πραγμάτων κι αν δεν προκύψουν νέες αρνητικές εκπλήξεις εντός κι εκτός Ελλάδας στο επόμενο εξάμηνο, ο κατώτατος μισθός θα ενισχυθεί κατά 2-3% επιπλέον από τον Ιούλιο και μετά. Έτσι, από τα 650 ευρώ, που βρίσκεται σήμερα, θα ανέβει στα 663 ευρώ τον Ιανουάριο και τον Ιούλιο θα φτάσει στα 676- 683 ευρώ σε 14μηνη βάση ή στα 789- 797 ευρώ σε 12μηνη βάση, όπως είναι το μέτρο σύγκρισης της Eurostat. Προφανές είναι ότι αν οι συνθήκες στην οικονομία βελτιωθούν ακόμα πιο γρήγορα, ανοίγει ο δρόμος για μεγαλύτερη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.

Με φόντο τα συγκριτικά στοιχεία της Eurostat, που δείχνουν ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της ευρωπαϊκής κλίμακας, αλλά στην χαμηλότερη θέση από τις υπόλοιπες χώρες του Νότου, η θέση της ΓΣΕΕ είναι ότι για να είναι επαρκές το επίπεδο του κατώτατου μισθού, θα πρέπει να αντιστοιχεί στο ύψος του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης. Υπό αυτό το πρίσμα, ζητά άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στο ύψος των 751 ευρώ μηνιαίως στο πλαίσιο ενός χρονοδιαγράμματος με τιμή αναφοράς το 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης και με την επισήμανση ότι η  αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από την άλλη πλευρά, άνθρωποι της αγοράς σημειώνουν ότι η διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού θα πρέπει να έχει το χαρακτήρα του «μερίσματος ανάπτυξης» και όχι της αποκατάστασης απωλειών λόγω πληθωρισμού/ανατιμήσεων, δηλαδή να «πατάει» πάνω σε βιώσιμα στοιχεία της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Σε διαφορετική περίπτωση κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου να παγιδευτούμε σε ένα φαύλο κύκλο.

Για το ίδιο θέμα εκτενής αναφορά γίνεται και στην τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ με την προειδοποίηση ότι η ανοδική πορεία του πληθωρισμού αναμένεται να συνεχισθεί και την επόμενη διετία, τονίζοντας παράλληλα ότι πρέπει να γίνει κατανοητό ότι πρόκειται για ένα προσωρινό φαινόμενο. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως τονίζεται, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα πιστεύουν ότι είναι δίκαιο να αυξηθούν οι τιμές και να απαιτηθούν υψηλότεροι μισθοί, κάτι που θα έκανε τον υψηλότερο πληθωρισμό να διαρκέσει περισσότερο και να γίνει πιο επιζήμιος.


economistas.gr του Γιώργου Παππού