MY KTEO

Τρίτη 7 Ιουνίου 2022

Χαμηλοί μισθοί, υψηλές τιμές: Ερευνα του ΚΕΦίΜ για τα αίτια των διαφορών με την υπόλοιπη Ευρώπη


Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα από τα χρόνια των μνημονίων έχει κατρακυλήσει στις τελευταίες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης.

Οι τιμές δεν δείχνουν, όμως, την ίδια διάθεση. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, που το βιώνουμε στην πλήρη του έκταση αυτούς τους μήνες, είναι τα καύσιμα. Τα συγκριτικά στοιχεία, που δημοσιοποιεί κάθε εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιβεβαιώνουν ότι οι Έλληνες πληρώνουν ακριβότερα τη βενζίνη π.χ. από τους Γάλλους, τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και χάνουν την… πρωτιά μόνο από Φινλανδούς, Ολλανδούς με τους ασύγκριτα υψηλότερους μισθούς. Τις πταίει; Εδώ η απάντηση είναι εύκολη: η πολύ υψηλή φορολογία.

Από το ξέσπασμα της νέας κρίσης βιώνουμε, όμως και μια άλλη πραγματικότητα, αυτή των αλλεπάλληλων ανατιμήσεων σε βασικά είδη διατροφής. Προφανώς και η Ελλάδα δεν είναι η μόνη που αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα, ωστόσο από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι ο δείκτης τροφίμων «τρέχει» στην Ελλάδα με μεγαλύτερη ταχύτητα από άλλες χώρες. Εδώ η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη για τα αίτια, καθώς η φορολογία έρχεται και «κουμπώνει» με άλλες χρόνιες παθήσεις στην εγχώρια εφοδιαστική αλυσίδα, που επιτείνουν το πρόβλημα.

Για όσους δεν το θυμούνται, οι περιβόητες «Εργαλειοθήκες του ΟΟΣΑ» στόχευαν σε αυτές ακριβώς τις στρεβλώσεις, αλλά όπως φαίνεται κάποιες… συνήθειες δεν αλλάζουν εύκολα.

Μελέτη του ΚΕΦίΜ, που υπογράφει ο οικονομολόγος Μιχάλης Μητσόπουλος, επιχειρεί να ρίξει φως στην αναντιστοιχία μισθών- τιμών στη χώρα μας και τα αποτελέσματα είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέροντα.

Σύμφωνα με τη μελέτη, τα διαθέσιμα στοιχεία για την Ελλάδα καταδεικνύουν ότι:
  • Στη χώρα μας, όπως τυπικά συμβαίνει στις χώρες με συγκριτικά χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, τα αγαθά είναι ακριβότερα από τις υπηρεσίες σε σχέση με το μέσο εισόδημα των καταναλωτών. Αντιθέτως, στις χώρες με υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ αναλογικά ακριβότερες είναι οι υπηρεσίες και αναλογικά φθηνότερα τα αγαθά.
  • Στα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης, η υψηλή φορολογία που επιβλήθηκε ενίσχυσε το φαινόμενο της ακρίβειας, καθώς ενώ οι μισθοί έπεφταν, οι φόροι κράτησαν σε υψηλά επίπεδα τις τιμές των προϊόντων.
  • Το θεσμικό περιβάλλον της εκάστοτε χώρας επηρεάζει καθοριστικά την ακρίβεια στα καταναλωτικά προϊόντα. Παρά την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί, το θεσμικό περιβάλλον συνεχίζει να έχει στη χώρα μας σημαντικές επιπτώσεις στο κόστος διαβίωσης.
  • Οι μειώσεις των φόρων που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας είχαν θετικό και ορατό αντίκτυπο στο καλάθι του νοικοκυριού. Ωστόσο, η αποτελεσματική μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της ακρίβειας απαιτεί την ολοκλήρωση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που έχει ξεκινήσει η χώρα.
Ειδικά όσον αφορά στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων που αναδεικνύει η μελέτη και επί της ουσίας συστήνει ως αντίδοτο στην ακρίβεια, θα μπορούσε να εκφράσει κανείς επιφυλάξεις για το κατά πόσο μια τέτοια δέσμη «φιλική» προς την αγορά και το επιχειρηματικό περιβάλλον θα έχει τελικά αποτέλεσμα, αν δεν λειτουργούν επαρκώς και αποτελεσματικά οι ελεγκτικοί μηχανισμοί που αποτρέπουν πρακτικές ολιγοπωλίων ή και καρτέλ.

Η εκτενής αναφορά, όμως, στη «ζημιά» που έχει προκαλέσει η «καταιγίδα» των έμμεσων φόρων, είναι πραγματικά αποκαλυπτική. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι στα χρόνια της «εσωτερικής υποτίμησης» των εισοδημάτων, η υποχώρηση των τιμών χωρίς φόρους δε μεταφράστηκε σε μείωση τιμών για τον καταναλωτή, τόσο για είδη που επιβαρύνονται με ειδικούς φόρους κατανάλωσης όσο και για όσα είδη απλά επιβαρύνονται με ΦΠΑ, λόγω των πολλών και μεγάλων αυξήσεων σε αυτούς τους φόρους. Αυτές, με εξαίρεση ορισμένες, κατά περίπτωση σημαντικές, προσωρινές μειώσεις λόγω της πανδημίας και πολέμου στην Ουκρανία παραμένουν.

Η μελέτη του ΚΕΦίΜ εστιάζει στις εξής αυξήσεις φόρων:
  • Αυξήσεις ΦΠΑ τα έτη 2005, 2010 και 2016. Οι αυξήσεις αυτές συνοδεύονται και από σημαντικές μετατάξεις κατηγοριών αγαθών από χαμηλότερους συντελεστές σε υψηλότερους. Ειδική μνεία στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει για τη σημασία που έχουν για την Ελλάδα, υπηρεσίες τόσο της εστίασης όσο και των μεταφορών προσώπων, καθώς η χώρα έχει λόγω γεωγραφίας πολύ μεγαλύτερη εξάρτηση από τις μεταφορές από θάλασσα και αέρα, με αποτέλεσμα οι επιβάτες ανά κάτοικο να είναι πολλαπλάσιοι των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Παρά την ασυνήθιστη αυτή εξάρτηση, στη βάση της οικονομίας και του τουριστικού κλάδου, οι εγχώριες μεταφορές επιβατών μετατάχθηκαν μαζί με την εστίαση το 2016 στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ. Επανήλθαν στον χαμηλότερο συντελεστή, μαζί με την εστίαση πλην κέντρων διασκέδασης, τον καφέ και τα μη αλκοολούχα ποτά και τα εισιτήρια κινηματογράφου και θεάτρου (6%), ως καταρχήν προσωρινό μέτρο, το 2020 στον χαμηλότερο συντελεστή στα πλαίσια των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας το τέλος Μαΐου 2020.
  • Σημαντικές αυξήσεις καταγράφονται και στον ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών καθώς και με τον υπερ-διπλασιασμό του ΕΦΚ σε μπύρα, την εισαγωγή ΕΦΚ στο κρασί με το άρθρο 4 Ν.4346/2015 μέχρι την κατάργησή του το 2019 και την εισαγωγή του ΕΦΚ σε καφέ με το άρθρο 58 Ν.4389/2016. Συγκεκριμένα, ο ΕΦΚ στην αιθυλική αλκοόλη από 1.090 (1.135 με επιπλέον επιβαρύνσεις) ευρώ/εκατόλιτρο το 2008 αυξήθηκε σε 1.308 (1.362 στην πράξη) το 2009, σε 2.223 και 2.450 (στην πράξη 2.550 με άλλες επιβαρύνσεις) από το 2011. Πλέον, για το επίπεδο εισοδήματος της Ελλάδος και αν συνυπολογιστεί και ο υψηλός ΦΠΑ του 24%, η Ελλάδα εμφανίζεται ως εξαιρετικά ακριβή στη σχετική φορολογία. Σε ότι αφορά τον ΕΦΚ στη μπύρα, αυξήθηκε σε 5 ευρώ ανά εκατόλιτρο το 2016, από 2,6 ευρώ που ίσχυε από το 2010 και 1,63 ευρώ που ίσχυε από το 2001 με αντίστοιχες τροποποιήσεις του άρθρου 87 του Ν2960/2001.
  • Αντίστοιχη εικόνα εμφανίζεται και στα καπνικά, με αύξηση της συμμετοχής φόρων στην τελική τιμή καταναλωτή από περίπου 75% το 2008 σε έως και 90% από το 2016 και ύστερα, την ίδια ώρα που λόγω γεωμορφολογίας η χώρα παραμένει ιδιαίτερα εκτεθειμένη σε διείσδυση παράνομων προϊόντων που οδηγούν τελικά όχι μόνο σε μείωση της νόμιμης και ελεγχόμενης ως προς την προστασία του καταναλωτή αγορά αλλά και των εσόδων του κράτους.
  • Το τέλος διανυκτέρευσης εισήχθη το με το Ν4389/2016, άρθρο 53, ενώ παρόλο που οι υπηρεσίες καταλύματος και εστίασης εντάσσονται στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ, αυτός παραμένει υψηλότερος σε σχέση με τον αντίστοιχο συντελεστή πολλών κρατών μελών. Έτσι, μέσα στα χρόνια της «Ελληνικής κρίσης» που έπληξε ειδικά τη μεταποίηση, που ήταν ενταγμένη σε διεθνείς αλυσίδες αξίας και συνεπώς και τις αλυσίδες χρηματοδότησης που διερράγησαν με την προώθηση της ιδέας εξόδου της χώρας από το ευρώ, ένα πολύ σημαντικό μέρος των εξαγωγικών υπηρεσιών, δηλαδή ο τουρισμός και οι μεταφορές τουριστών, είχαν μια σημαντική αύξηση κόστους παροχής υπηρεσίας.
  • Αυξήσεις υπήρξαν και στο ειδικό τέλος κινητής τηλεφωνίας και την εισαγωγή τέλους και στις σταθερές επικοινωνίες το 2016 και με ένα μερικό εξορθολογισμό να επέρχεται μόλις το 2022 ενόψει και της υστέρησης της χώρας στον ψηφιακό μετασχηματισμό.
  • Συνεχείς είναι και οι αυξήσεις, μέσω ΕΦΚ κυρίως το 2009 και 2017 αλλά και πάντα και μέσω ΦΠΑ, στα καύσιμα, που αποτελούν βασική εισροή της εφοδιαστικής αλυσίδας και συγκεκριμένα συμβάλλουν στην αύξηση των τιμών σε όλο το φάσμα αγαθών και υπηρεσιών, όπως άλλωστε μας υπενθυμίζει και η επίπτωση στην τιμή ενέργειας του πολέμου στην Ουκρανία


iefimerida.gr