MY KTEO

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

Με... ακρίβεια έφυγε ο παλιός ο χρόνος, με ακρίβεια μπαίνει ο νέος


Νέες ανατιμήσεις αναμένεται να κάνουν την εμφάνισή τους την αυγή 2023, παρά τις εκπεφρασμένες προθέσεις πολλών επιχειρήσεων να συγκρατήσουν τις αυξήσεις για να μη χάσουν μερίδια. Ουσιαστικά στο “ράφι” θα αποτυπωθούν τα ανεβασμένα κόστη παραγωγής του 2022. Παράγοντες, δε, της αγοράς προβλέπουν σταδιακές ανατιμήσεις που μπορεί αθροιστικά να ξεπεράσουν και το 20% σε συγκεκριμένους κωδικούς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο ο “εισαγόμενος πληθωρισμός” όσο και ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία έχουν δείξει το τι θα συμβεί το επόμενο διάστημα. Έτσι, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, περαιτέρω άνοδο, της τάξης του 21,3%, σημείωσε ο γενικός δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία τον Οκτώβριο εφέτος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Οκτωβρίου 2021, έναντι αύξησης 33,9% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων δεικτών το 2021 με το 2020.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η νέα αύξηση στον λεγόμενο «εισαγόμενο πληθωρισμό» οφείλεται:
α. Στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες εκτός ευρωζώνης κατά 26,8%, και
β. Στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες ευρωζώνης κατά 10,2%.

Παράλληλα, ο γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 1,5% τον Οκτώβριο 2022 σε σύγκριση με τον δείκτη του Σεπτεμβρίου 2022, έναντι αύξησης 4,8% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2021.

"Πτήση" στα κόστη παραγωγού
Συνεχίζει, επίσης, την ανοδική του πορεία, έστω και με μια τάση επιβράδυνσης το κόστος παραγωγής στη βιομηχανία, λόγω ενέργειας και πρώτων υλών. Συγκεκριμένα, νέα μεγάλη αύξηση κατά 26,2% σημείωσε ο γενικός δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία (σύνολο εγχώριας και εξωτερικής αγοράς) τον Νοέμβριο εφέτος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Νοεμβρίου 2021, έναντι αύξησης 24,5% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2021 με το 2020. Κάτι που βέβαια αναμένεται να φανεί στο "ράφι" το επόμενο διάστημα.

Αναλυτικά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η περαιτέρω αύξηση του κόστους παραγωγής των εγχώριων βιομηχανιών οφείλεται στις εξής μεταβολές των δεικτών των επιμέρους αγορών:
α. Στην αύξηση του δείκτη τιμών παραγωγού εξωτερικής αγοράς κατά 27,6%, και
β. Στην αύξηση του δείκτη τιμών παραγωγού εγχώριας αγοράς κατά 25,8%.

Ωστόσο, ο γενικός δείκτης παρουσίασε μείωση 5,8% τον Νοέμβριο 2022 σε σύγκριση με τον δείκτη του Οκτωβρίου 2022, έναντι αύξησης 1,1% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2021.

Σε πίεση οι επιχειρήσεις
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι όπως επισημαίνεται στην Ετήσια Εκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ με τίτλο «Κρίσεις, ελληνική οικονομία και μικρές επιχειρήσεις» καταγράφεται, σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, το πρώτο εξάμηνο του 2022 το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 76%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.

Επίσης, με βάση τις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους διαρκώς αυξάνονται καθώς από 6,6% που ήταν το 2ο εξάμηνο του 2020, ανήλθαν στο 23,6% το 1ο εξάμηνο του 2021, στο 34,8% το 2ο εξάμηνο του 2021 και στο 59,2% το 1ο εξάμηνο του 2022. Αντίστοιχα την ίδια περίοδο με βάση τα στοιχεία του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, μειώνονται σημαντικά οι επιχειρήσεις οι οποίες δήλωσαν ότι μείωσαν τις τιμές τους καθώς και όσες τις διατήρησαν σταθερές. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις επιχειρήσεων οι οποίες αύξησαν τις τιμές τους κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 παρατηρήθηκαν στις εμπορικές επιχειρήσεις (43,8%) και τις μεταποιητικές επιχειρήσεις (50%).

Πτώση ζήτησης
Η τάση, πάντως, για "μάζεμα" δαπανών λόγω ακρίβειας αποτυπώθηκε στους όγκους πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο. ο γενικός δείκτης όγκου (κύκλος εργασιών σε σταθερές τιμές) παρουσίασε μείωση 2,2% τον Οκτώβριο 2022 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Οκτωβρίου 2021.

Μείωση 2,2% σημείωσε ο όγκος των πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο της χώρας τον Οκτώβριο εφέτος, καθώς μόνο σε δύο από τις επιμέρους κατηγορίες των καταστημάτων οι πωλήσεις κινήθηκαν ανοδικά.

Ειδικότερα, οι πωλήσεις μειώθηκαν σε: Μεγάλα καταστήματα τροφίμων (6,8%), Τρόφιμα- ποτά- καπνό (6,5%), Πολυκαταστήματα (4,8%), Καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων (2,3%) και Φαρμακευτικά-καλλυντικά (1,5%). Αντίθετα, αυξήθηκαν σε Βιβλία- χαρτικά- λοιπά είδη (8,7%) και Έπιπλα- ηλεκτρικά είδη- οικιακό εξοπλισμό (7,7%), ενώ παρέμειναν αμετάβλητες στην Ένδυση- υπόδηση.

Όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, ο γενικός δείκτης όγκου (κύκλος εργασιών σε σταθερές τιμές) παρουσίασε μείωση 2,2% τον Οκτώβριο 2022 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Οκτωβρίου 2021, ενώ σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Σεπτεμβρίου 2022 σημείωσε μείωση 0,5%. Ενώ, ο εποχικά διορθωμένος γενικός δείκτης παρουσίασε μείωση 0,8% τον μήνα 2022 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Σεπτεμβρίου 2022.

Παράλληλα, ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών (κύκλος εργασιών σε τρέχουσες τιμές) παρουσίασε αύξηση 8% τον Οκτώβριο 2022 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Οκτωβρίου 2021, ενώ σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Σεπτεμβρίου 2022 σημείωσε αύξηση 0,9%. Ενώ, ο εποχικά διορθωμένος γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 0,4% τον Οκτώβριο 2022 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Σεπτεμβρίου 2022.

Ράλι τιμών το 2022
Με βάση πάντα τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μπορεί ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή να είχε μια επιβράδυνση το Νοέμβριο, αυξήθηκε δηλαδή με ρυθμί 8,5%, από 9,1% τον Οκτώβριο 2022, ωστόσο συνεχίστηκαν οι ανατιμήσεις σε όλη τη γκάμα των αγαθών και υπηρεσιών (π.χ. ενέργεια, πλην ηλεκτρισμού, και είδη διατροφής) εκτός από τις τηλεφωνικές υπηρεσίες.

Ειδικότερα, σε ετήσια βάση υπήρξαν μεγάλες ανατιμήσεις, πάνω από τον Δέικτη Τιμών Καταναλωτή σε: Ψωμί και δημητριακά (18,7%), Κρέατα- γενικά (16,7%), Ψάρια- γενικά (1,9%), Γαλακτοκομικά και αυγά (25,3%), Έλαια και λίπη (20,4%), Φρούτα- γενικά (3,7%), Λαχανικά- γενικά (12,6%), Ζάχαρη- σοκολάτες- γλυκά- παγωτά (8,6%), Λοιπά τρόφιμα (12,9%), Καφέ- κακάο- τσάι (11,9%), Μεταλλικό νερό- αναψυκτικά- χυμούς φρούτων (8,9%), Αλκοολούχα ποτά- μη σερβιριζόμενα (7,1%), Ένδυση και υπόδηση (10,9%),

Ενοίκια κατοικιών (2,6%), Επισκευή και συντήρηση κατοικίας (4%), Υπηρεσίες κοινοχρήστων (1,6%), Φυσικό αέριο (27,8%), Πετρέλαιο θέρμανσης (11,6%), Στερεά καύσιμα (23,2%), Έπιπλα και διακοσμητικά είδη (6,7%), Υφαντουργικά προϊόντα οικιακής χρήσης (4%), Οικιακές συσκευές και επισκευές (4,5%), Υαλικά- επιτραπέζια σκεύη και σκεύη οικιακής χρήσης (8,5%), Είδη άμεσης κατανάλωσης νοικοκυριού (16,7%), Οικιακές υπηρεσίες (6,3%), Φαρμακευτικά προϊόντα (6%), Ιατρικά προϊόντα (3,3%), Ιατρικές- οδοντιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες (1,5%), Νοσοκομειακή περίθαλψη (0,6%), Αυτοκίνητα καινούργια (13,3%), Αυτοκίνητα μεταχειρισμένα (19,4%), Μοτοποδήλατα- μοτοσυκλέτες (9,6%),

Ανταλλακτικά και αξεσουάρ αυτοκινήτου (10,6%), Καύσιμα και λιπαντικά (17,6%), Συντήρηση και επισκευή εξοπλισμού προσωπικής μεταφοράς (3,1%), Μεταφορά επιβατών με ταξί (32,9%), Μεταφορά επιβατών με αεροπλάνο (42,3%), Μεταφορά επιβατών με πλοίο (26,7%), Διαρκή αγαθά αναψυχής και πολιτισμού (4,5%),

Μικρά είδη αναψυχής- άνθη- κατοικίδια ζώα (3,1%), Κινηματογράφους- θέατρα (14,3%), Γραφική ύλη και υλικά σχεδίασης (9,1%), Πακέτο διακοπών (12,8%), Πρωτοβάθμια εκπαίδευση (2,6%), Δευτεροβάθμια εκπαίδευση (2,6%), Εστιατόρια- ζαχαροπλαστεία- καφενεία- κυλικεία (7,1%), Ξενοδοχεία- μοτέλ- πανδοχεία (14,5%), Κομμωτήρια και καταστήματα προσωπικής φροντίδας (2,7%) και Άλλα είδη ατομικής φροντίδας (10,2%).

Ενώ, μεταξύ Νοεμβρίου και Οκτωβρίου εφέτος συνεχίστηκαν οι ανατιμήσεις σε είδη διατροφής, όπως σε: Ψωμί (1,3%), Άλλα προϊόντα αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής (2,3%), Μοσχάρι (1,4%), Γιαούρτι (4,4%), Τυριά (2,8%), Ελαιόλαδο (3,2%), Φρούτα νωπά (3,4%), Λαχανικά κατεψυγμένα (4%), Χυμούς φρούτων (4,5%) και Αλκοολούχα ποτά- μη σερβιριζόμενα (0,7%). Αντίθετα, μειώσεις τιμών υπήρξαν σε: Ζυμαρικά (7,2%) και Λαχανικά νωπά (4,4%).

Στον τομέα της ενέργειας, αυξήθηκαν οι τιμές σε Ηλεκτρισμό (2,2%) και Καύσιμα αυτοκινήτου- βενζίνη (2%), ενώ μειώθηκαν σε Πετρέλαιο θέρμανσης (7,9%) και Πετρέλαιο κίνησης (2,9%). Ενώ, νέες ανατιμήσεις καταγράφηκαν σε Ενοίκια κατοικιών (1,1%), Είδη άμεσης κατανάλωσης νοικοκυριού (1,2%), Αυτοκίνητα καινούργια (2,2%), Εστιατόρια- ζαχαροπλαστεία- καφενεία (0,2%) και Άλλα είδη ατομικής φροντίδας (1,3%).

Το σήμα της Τραπέζης της Ελλάδος
Να σημειωθεί ότι η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεσή της για την ελληνική Οικονομία, ωστόσο στέλνει σήμα κινδύνου για τον πληθωρισμό προβλέποντας ότι το 2023 θα κινηθεί στα επίπεδα του 5,8%, υψηλότερα δηλαδή και από 5% που εκτιμά στον προϋπολογισμό η κυβέρνηση.

«Ο πληθωρισμός έχει σημαντικές αναδιανεμητικές επιδράσεις, πλήττοντας περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα που έχουν υψηλότερη ροπή προς κατανάλωση» τονίζει στην έκθεσή της η ΤτΕ εστιάζοντας στο θέμα των ανισοτητων. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα ο διοικητής της, Γιάννης Στουρνάρας επισημαίνει την ανάγκη τα μέτρα «να στοχεύουν στους πλέον ευάλωτους, ώστε να περιορίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις του πληθωρισμού στην κατανάλωση από αυτές τις εισοδηματικές ομάδες».

Τα στοιχεία της Eurostat
Με βάση, μάλιστα, στοιχεία της Eurostat έως και 50% έφθασαν οι αυξήσεις τιμών σε σειρά βασικών τροφίμων στην Ελλάδα το τελευταίο 11μηνο. Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν στην Ελλάδα με υψηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με τον μέσο ρυθμό αύξησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω των ειδικών συνθηκών της Ελληνικής αγοράς, όπου ο ανταγωνισμός είναι μειωμένος, τα κόστη μεταφοράς μεγάλα κτλ.

Από την εξέταση 20 επιλεγμένων τροφίμων προκύπτει ότι το τελευταίο 12μηνο οι τιμές έχουν αυξηθεί από 1,8% (στα ψάρια και θαλασσινά) έως 49,3% (στη ζάχαρη), ενώ σε σειρά πολύ βασικών ειδών διατροφής οι ανατιμήσεις πλησιάζουν ή υπερβαίνουν το 20%.

Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα άλλα βρώσιμα έλαια, και κυρίως το ηλιέλαιο. Μέσα σε έναν χρόνο η τιμή αυξήθηκε κατά 38,8%, λόγω Ουκρανικής κρίσης, ενώ σε επίπεδο Ε.Ε. κατά 45%. Κατά 27,5% έχει αυξηθεί η τιμή στο γιαούρτι, προϊόν στο οποίο καταγράφηκε και σημαντική υποχώρηση του όγκου πωλήσεων στην εγχώρια αγορά, κατά 26% στο φρέσκο γάλα, κατά 25,7% στα τυριά, κατά 24,4% στο ψωμί, προϊόν που επίσης επηρεάστηκε άμεσα από τον πόλεμο στην Ουκρανία λόγω των διαταραχών που προκλήθηκαν στη διεθνή αγορά μαλακού σιταριού. Κατά 23,20% έχει αυξηθεί η τιμή στις πατάτες και κατά 20,10% στο βούτυρο.

Από τα προϊόντα που εξετάζονται στο πλαίσιο της έρευνας της Eurostat, μονοψήφια αύξηση τιμών καταγράφηκε στην Ελλάδα μόνο σε τρία – στα ψάρια και θαλασσινά (1,8%), στα φρούτα (3,6%) και στο κρασί (9,4%).

Βέβαια οι αυξήσεις αυτές συνδυαζόμενες με τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των πολιτών δίνει ένα “εκρηκτικό αποτέλεσμα” σε σχέση με την απειλή φτώχειας. Σύμφωνα μάλιστα. με στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα καταγράφεται το τρίτο υψηλότερο ποσοστό, μετά τη Ρουμανία και την Εσθονία, δαπανών για τρόφιμα, ποτά και εστίαση (29,6% το 2020 και 25,3% το 2021).


News247.gr